Σ’ αυτή τη θάλασσα που στέρεψε η ελπίδα
άμμος σηκώνεται καυτή και μας σαρώνει
ανάσα δράκου τον αέρα μας στεγνώνει
σκίζει ο άνεμος τη μόνη μας σελίδα.
Σ’ αυτή τη χώρα που τη σκέπασε το χιόνι
χώμα δε βρίσκει τριαντάφυλλο να ζήσει
σε μια φωλιά γυρίζει η άνοιξη ν’ ανθίσει
και βρίσκει μέσα πεθαμένο χελιδόνι.
Σ’ ένα κουτί κοιμάται απόψε η ιστορία
μην την ξυπνήσετε και κάντε ησυχία
σ’ ένα δωμάτιο στο απέναντι μπαλκόνι
ένα ρολόι που χτυπάει με σκοτώνει.
Αυτή η μάνα που μας στέρησε το γάλα
θέλει με δάκρυ να ποτίσει την αυλή της
θέλει με αίμα να δροσίσει το κορμί της
κι όταν της δώσεις όλα αυτά, ζητάει κι άλλα.
Σ’ αυτή τη χώρα που τη σκέπασε το χιόνι
χώμα δε βρίσκει τριαντάφυλλο να ζήσει
σε μια φωλιά γυρίζει η άνοιξη ν’ ανθίσει
και βρίσκει μέσα πεθαμένο χελιδόνι.
Σ’ ένα κουτί κοιμάται απόψε η ιστορία
μην την ξυπνήσετε και κάντε ησυχία
σ’ ένα δωμάτιο στο απέναντι μπαλκόνι
ένα ρολόι που χτυπάει με σκοτώνει.
Xωρίστηκαν με
ουρλιαχτά έξω από ένα θάλαμο αερίων τον Απρίλιο του ‘43. Εκείνη κουνούσε το
χέρι και του φώναζε να μη φοβάται, μέχρι που η πόρτα έκλεισε με μια βαριά
στρόφιγγα και τη ρούφηξε για πάντα μέσα της.Ήταν η τελευταία φορά που την είδε. Αδύνατη, χλωμή, τρομαγμένη.
Όταν τέλειωσε ο
πόλεμος και γύρισε στη Θεσσαλονίκη, γνώρισε πολλές μαμάδες. Φρόντισε γι’ αυτό η
Επιτροπή Πρόνοιαςγια τον επαναπατρισμό
των αιχμαλώτων. Όλες όμως ήταν μαμάδες για
λίγο - καμιά δεν τον άντεχε για πολύ. «Αυτό το παιδί είναι τρελό», «διχασμένη
προσωπικότητα», «αναξιόπιστος και ψεύτης». Κρυφάκουγε πίσω από τις πόρτες του
ορφανοτροφείου που τον επέστρεφαν οι ανάδοχοι γονείς. Εκείνος, τσιμουδιά όταν
τον ρωτούσαν οι καλόγριες τα καθέκαστα. Κι έπειτα, ξύλο με τη βίτσα, όρθιος τιμωρία
στο πλυσταριό, νηστικός ως την άλλη μέρα. Αλλά ποτέ δε μαρτύρησε.
Στα 18 το ‘σκασε.
Οι εφημερίδες βοούσαν για μέρες για το βιασμό μιας 30χρονης και το στραγγαλισμό
μιας μεσόκοπης– και οι δύο είχαν βρεθεί
στο ίδιο πάρκο, νεκρές, μέσα σε λίγες μέρες. Την τρίτη φορά τον έπιασαν. Οι
συγγενείς των θυμάτων - όλες αγαπημένες γυναίκες κάποιων – τον έφτυναν καθώς περνούσε σκυφτός
από μπροστά τους στο δικαστήριο. Δεν είπε ποτέ λέξη. Οι δικαστέςαποφάνθηκαν ότι πρόκειται απλά για έναν παρανοϊκό
μισάνθρωπο και τον έστειλαν στο τρελάδικο. Οι γιατροί είπαν ότι δεν παίρνει
θεραπεία και τον έκλεισαν σε ένα κελί, μόνο του. Κανείς δεν ήθελε επαφή μαζί
του. Για μήνες και χρόνια, δε μίλησε σε κανέναν.
Πριν από τρεις
μήνες, τον άφησαν ελεύθερο. Έναν αδύνατο και ανήμπορο γέρο. Τον είδαν χθες στην
Πανεπιστημίου την ώρα που ξύπνησε γυμνός, σε ένα παγκάκι. Με μια μορφή σαν μικρού
παιδιού. Αδύνατο, χλωμό, τρομαγμένο. Ούρλιαζε: «Μαμά, μη μ’ αφήνεις».
Μείνε μικρός, σ’ αυτόν τον κόσμο που γερνάει Μείνε μικρός, των μεγάλων ο κόσμος πονάει Μη μεγαλώσεις, μην αφήσεις να παίξουν μαζί σου Η γη γυρνάει, κι όταν θες να κατέβεις - κρατήσου
Μείνε μικρός, στα μεγάλα τρομάξαν κι οι άλλοι Μείνε μικρός, δες αυτά που αρνούνται οι μεγάλοι Μη μετανιώσεις, κι ας ζητήσουν αδρά να πληρώσεις και μη βουρκώσεις, να κλαις σαν παιδί - να ματώσεις
Μείνε μικρός, στους καιρούς που το ύψος μετράει Μείνε μικρός, στην πλαγιά του βουνού το χορτάρι Μην παραδώσεις, ζήτα κι άλλα στο χρόνο να φέρει μη μεγαλώσεις όσοι γέρασαν πέθαναν νέοι
Πέρασε η διαδρομή σαν μια σχολική εκδρομή εφηβεία μακρινή μέσα μου κοιμάται Φοβάμαι ότι'ναι αργά
Έρωτες και ηδονή όνειρα για τη ζωή έφυγαν σα μια στιγμή χρόνια που κυλάνε Φοβάμαι ότι'ναι αργά στον άνεμο σκορπάμε Φοβάμαι ότι'ναι αργά
Στου μυαλού μου τις στοές κάποιες μαγικές βραδιές μοιάζουν με μικρές φωτιές που με σιγοκαίνε Φοβάμαι ότι'ναι αργά
Γίναν άγριες οι στροφές ματωμένες οι αγκαλιές και το μέλλον ασαφές που κρυφοκοιτάμε Φοβάμαι ότι'ναι αργά Τώρα πια πονάμε Φοβάμαι ότι'ναι αργά
Μοιάζει κάθε νέα αρχή με μια κούρσα τελική που ζητάει νικητή κι εμείς παραπατάμε Φοβάμαι ότι'ναι αργά
Δεν ορίζουμε εμείς τις γραμμές της διαδρομής δε μας έδειξε κανείς τους δρόμους που τραβάμε Φοβάμαι ότι'ναι αργά Σαν άνεμος σκορπάμε Φοβάμαι ότι'ναι αργά
Πρωτότυπο: "Le vent Nous Portera" Ερμηνεία: Noir Desir Διασκευή: "Φοβάμαι ότι είναι αργά" Ερμηνεία: Αδριανός Νόνης Στίχοι: Τάμμυ Τσέκου
Τα πρωινά ντυνόσουν πάντα βιαστικά ο χρόνος έλεγες, ποτέ δε φτάνει Έτρεχα στην πόρτα – φιλί στα πεταχτά - στο κρεβάτι τα σεντόνια σου ζεστά στο κομοδίνο κρύωνε το άσπρο σου φλυτζάνι
Το απόγευμα καθόμαστε αγκαλιά τα πόδια σου ακουμπούσες στο ντιβάνι οι μουσικές ακούγονταν αχνά με λίγα λόγια πώς πήγε η δουλειά κι ύστερα τσάι σου ‘φερνα στο άσπρο σου φλυτζάνι
Βραδιάζει κι άργησες να 'ρθείς απ’τη δουλειά Σε πήρα στο τηλέφωνο – βουίζει πάλι Ψάχνω το συρτάρι – δυο γράμματα ανοιχτά - σε μια φωτογραφία μια άγνωστη γελά Μέσα στα χέρια μου έσπασε το άσπρο σου φλυτζάνι
Θυμάμαι τη γιορτή που σου το χάρισα μ’αγκάλιαζε σαν σώμα η ματιά σου μου είπες τ’άλλα δώρα μοιάζουν άνισα μέσα σ’αυτό θα πίνω την καρδιά σου
Και όσες φορές ταξίδεψα, ήταν στεριανό το ταξίδι Καμιά θάλασσα δε χώρεσε τη μοναξιά μου Και δεν ήθελα να χαλάσω το όνειρο - δεν ήθελα να πετάξω τη ζωή μου 'Ισως o γλάρος έρθει κάποτε, να με πάρει στα φτερά του ταξίδι Έτσι, θα δω τη θάλασσα από ψηλά και θα την πιω όλη με τα μάτια Μια ρουφηξιά
Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ, φοβάμαι να το πιάσω, μήπως και χάσει τη μορφή, μήπως και το χαλάσω. Μένω στου δρόμου την αρχή, τρέμω να ξεκινήσω, να μπω στα κύματα βαθιά, ξανά να κολυμπήσω.
Σου λέω τους φόβους μου κι εσύ πάντα καταλαβαίνεις - γι αυτό δε μου’ταξες ποτέ ότι τους υπερβαίνεις. Τους φόβους μου αγάπησες, αλήθεια, τους αντέχεις; Κι εσύ που με συνάντησες, τους ίδιους φόβους έχεις.
Γι αυτό λες να βρεθήκαμε; Αυτός να ειν΄ο λόγος; Τα μάγια μας να λύσουμε, κοινός είναι ο δρόμος; Πολλά ως τώρα χάσαμε κι είμαστε κερδισμένοι. Αν το πιστέψουμε βαθιά, ίσως αυτό συμβαίνει:
Το σύμπαν συνωμότησε, μόνο για να βρεθούμε. Δυο βλέμματα ν’άλλάξουμε, ίδιοι να ιδωθούμε. Ίδιοι, μαζί κι αλλιώτικοι, και τόσο ερωτευμένοι με ό,τι ονειρεύεται, χορεύει κι ομορφαίνει.
Μη φοβηθείς, μη φύγεις . Μην αλλάξεις κιεσύ. Μείνε μαζί μου. Όσο θελήσεις. Ίσως για μια στιγμή. Μη φοβηθώ. Μη φύγω. Μην αλλάξω κι εγώ. Κοντά σου ας μείνω, έστω για ένα λεπτό.
Θάλασσά μου. Μυρωδιά έρωτά μου. Άχρονη, αέναη και αχανή. Σε νιώθω στα κρυφά μου κύτταρα. Ζω από κοντά τη θηλυκή σου μανία. Και σε κατασκοπεύω.
Θάλασσά μου. Σοφή γυναίκα εσύ, που ξέρεις μυστικά πότε να μιλάς και πότε να σωπαίνεις μπροστά στην ορμή του.
Γυναίκα του Ουρανού, τον περιμένεις. Να σε γλύψει με του ήλιου τα χέρια. Τον περιμένεις. Να σε φωτίσει, να σε φυσήξει, να πάρεις πνοή για ν’ανασάνεις. Τον περιμένεις, να γεμίσει το στήθος του με την ευωδιά σου.
Εσύ, ξέρεις πώς να τον κάνεις δικό σου. Να σε θέλει, να σε ψάχνει με δίψα και τρέλλα. Να θυμώνει και να φορτώνει αρμύρα και φως απ΄το δέρμα σου. Να σε ποθεί σκιρτώντας στο κορμί σου, και να βογγά στο γαλάζιο σου βλέμμα.
Θάλασσά μου που τα θέλεις όλα. Όμορφη, ανυπόταχτη, αυτοδύναμη και αιώνια ερωτευμένη με τη δύναμή του, αναδεύεσαι γλυκά στο άγγιγμά του. Λιώνεις στο βάρος του, και τυλίγεις τα κύματα σου γύρω του, για να τον πάρεις βαθύτερα μέσα σου.
Αναστενάζεις βαθιά στο φιλί του, - αδιάντροπη - στέλνεις τα σύννεφα για προσευχή του και όλο υποχωρείς, γνωρίζοντας τη νίκη σου. Κρυφογελάς ηδονικά μπροστά στον πόθο του, ανοίγεσαι, και τον ρουφάς μέσα στα υγρά σου τα χείλια.
Σε χαϊδεύει με αστραπές κι αναστενάζεις βαθιά. Σκίζει το κορμί σου με κεραυνούς και ‘συ ορμάς στα βράχια να ξεσπάσεις την ορμή του έρωτά σου στο κύμα. Αιώνια Γυναίκα. Τον παίρνεις μαζί σου στα βαθιά σου λημέρια και τον αποπλανείς στη βραχνή σου φωνή.
Τον στέλνεις σε μέρη μακρινά και υγρά, να σου φέρει πίσω τις μυρωδιές του κορμιού σου. Να τις αφήσει στα χείλη σου απαλά, και να στα ρουφήξει.
Θάλασσά μου, ο Ουρανός σου σε ζηλεύει αφόρητα. Σου ζητάει όρκους αγάπης παντοτινής. Άραγε τα κάνει όλα καλά; Θα είσαι για πάντα δική του; Σου θυμώνει και συ γελάς στη μέθη της οργής του. Τον παίρνεις ταξίδι στο βαθύ σου το στόμα και τον ηρεμείς με λόγια γλυκά. Ανακατεύεις τη μυρωδιά του με χώμα και κυλιέσαι με νάζι στα φύκια.
Τον κρατάς για λίγο ακίνητο μέσα στην αγκαλιά σου, και μόνο τότε, του επιτρέπεις να αφήσει μέσα σου, όλη τη μοναξιά του. Απέραντη, μεγαλόπρεπη και ολάνοιχτη, του επιστρέφεις τον οργασμό της ψυχής σου. Το γαλάζιο των ματιών σου. Το παρθένο του βυθού σου. Τον τελευταίο σπασμό σου.
Σου 'δινα ανάσες, σκέψεις και ευχές, λέξεις που θα’θελες ν’ακούσεις τρυφερές, ζητώντας της αγάπης σου το βλέμμα, πάλι στο τέλος, έχασα εμένα.
Χάνομαι μάτια μου στους δρόμους του μυαλού, που ‘λεν πως μόνη μου θα ήμουνα αλλού. Έφτιαχνα πάντα θεωρίες μαγικές, και χρόνια έψαχνα σε λάθος αγκαλιές.
Πώς να πιστέψω πως είσαι δυνατός, πως μόνος σου θα βγεις πάλι στο φως; Πάντα κατάφερνα να βρίσκω ουρανούς εκεί που σκόρπαγε αστέρια μόνο ο νους.
Χάνομαι μάτια μου στους δρόμους του μυαλού, στα κύματα ενός άγνωστου γυαλού. Θέλω να ζήσω ότι έχω ονειρευτεί, κι ότι υπάρχει στης ουσίας την αρχή.
Μα πώς να πιστέψω αυτό που αναιρεί, κι ότι κατάλαβα ως τώρα εξαιρεί; Τυφλής πορείας στίγμα αναζητώ, να μη χαθώ ξανά μες στο βυθό.
Μοιάζει το ταξίδι μας με νέα πλεύση, πορεία άγνωστη που σε κάθε της κύμα, στεκόμαστε όρθιοι με πηδάλιο το πάθος και τιμονεύουμε του έρωτα το λάθος, με τα απαλά τα χέρια της αγάπης.
Σε κάθε καινούργια στεριά που φτάνουμε, με μάτια έκθαμβα τριγύρω κοιτάμε, στης ψυχής μας την άβυσσο το βάθος μετράμε και του πόθου μας την άγκυρα ρίχνουμε για να εξερευνήσουμε τους θησαυρούς της.
Κοχύλια μαζεύουμε και πέτρες κατάλευκες, φωτιές ανάβουμε μα οι σκιες μας τρομάζουν, σε σπηλιές απάτητες καταφύγιο ζητάμε, για ιστορίες αλλόκοτες τις νύχτες μιλάμε. Aγκαλιά θα μας βρει του ύπνου η λήθη.
Ξημέρωμα χάραξε, καινούργια ημέρα, αυτή που θα φύγουμε για νέα ταξίδια -στην πλώρη μας βάλαμε καινούργια πυξίδα- τους κάβους ας λύσουμε, το σκάφος προσμένει, με φόρα να βγει στα πελάγη του έρωτα.
Σ΄αυτό το ταξίδι που μαζί ξεκινήσαμε, ναύτες απαίδευτοι, σε μπάρκο γενναίο, όλα με άγνωστα νερά θα μας μοιάζουν, μα όπου κι αν πάμε, φωνές μας φωνάζουν να μη φοβηθούμε τον ωκεανό της αγάπης.
Φάτσα για πάντα λαμπερή, ρυτίδες δίχως χρόνο, κρεπάλες έζησες πολλές, με γέλιο μεσ’τον πόνο. Μάτια μου γκρίζα, καθαρά, κοιτάζεις με λαχτάρα κι από φευγάτες συλλογές διαλέγεις τα τσιγάρα.
Αν η Ζωή ήταν τραγούδι, θα’βαζες εύθυμο ρυθμό. Αν η αγάπη ήταν παιχνίδι, θα’ταν ατέλειωτο κρυφτό. Ζεις τη ζωή σαν παραμύθι, δίχως αιτία και σκοπό. Όλα μαζί σου μοιάζουν τύχη, γι αυτό γλυκά σε αγαπώ.
Εσύ ποτέ δε θα γεράσεις, ειν’ η ψυχή σου παιδική. Εσύ ποτέ δε θα κοπάσεις, ρουφάς ενέργεια μαγική. Κι όταν μια μέρα μεγαλώσεις σ’αυτή την όμορφη γιορτή, όσα έχεις πάρει, θα’χεις δώσει. Τέλος δεν έχει η Ζωή.
Με μάτια μισάνοιχτα, γεμάτα αρμύρα να κοιτάζω, τους καιρούς που φεύγουν κι έρχονται - διστάζω - ν’ αφήσω όσα έφεραν κι όσα μαζί τους παίρνουν. Μάταια ζητώ μιαν άγκυρα, οι όρκοι μου ξεσέρνουν.
Αποσκευές στην πλάτη μου πολύ βαριές στοιβάζω. Όσα τα χρόνια που έζησα, τόσα κι εμπόδια βάζω. Άχρηστα ρούχα, αφόρετα, χειμώνες τώρα σέρνω, σαν δέντρο απ΄το βάρος τους, χρόνια τους ώμους γέρνω.
Άδειος κι εσύ ξεκίνησες, ψυχή, νερό και χώμα. Στο δρόμο πέτρες μάζεψες, σκόνη μαζί και βρώμα. Για πες μου, τόσα που έχτισες, σε ποιον θα τα χαρίσεις, όταν μια μέρα μόνος σου, πίσω θα γυρίσεις.
Όσα δικά σου γίνανε, κανείς δε σου τα παίρνει, όσα κι αν δώσεις, κάποτε πίσω η Ζωή στα φέρνει. Μόνο μια σκέψη κράτησε, ποτέ μη σου ξεφύγει, πως η Ζωή είναι μικρή όταν με φόβο σμίγει.
Χωρίς βαλίτσες άχρηστες, της κάθε μέρας ρούχα. Σαν το πουλί ανάερος στον κόσμο με τρέλλα βούτα. Μονάχα μιαν αποσκευή κράτα γερά στα χέρια: Όποια χωράει τ’όνειρο, τον ήλιο και τ’αστέρια.
Raining Pleasure - "Dedication" from the album "Reflections" Written by Manos Hatzidakis
Πόσο σε ξέρω άραγε, ψυχής μου εραστή; Ποιους δρόμους πήρες στη ζωή για να’σαι τώρα εσύ; Πόσες αγάπες γνώρισες πριν μάθεις ν’αγαπάς; Πόσες γυναίκες πλήρωσαν τα λάθη πριν εμάς;
Μορφές χορεύουνε γυμνές σ’ ερωτικό χορό, σώματα που ενώνονται και φτιάξανε κλοιό. Γυναίκες που αγάπησες μα άφησες να φύγουν, εσύ που πάντα πίστευες ότι οι όρκοι λήγουν.
Πόσες φορές φοβήθηκες να δώσεις υποσχέσεις; - τον εαυτό σου αρνήθηκες μόνο για να αρέσεις - Αν και βαθιά τις ήθελες, τις έβλεπες σαν μάνες. Παιδί και άντρας, πάλευες ενάντια σε Τιτάνες.
Μορφές χορεύουν γύρω σου μεθυστικό χορό, κορίτσια που δε γνώρισαν το μέσα σου «εγώ». Ν΄αγγίξουν μόνο άφησες το τζάμι του καθρέφτη, μα όταν το μετάνιωσες σε είπαν ίσως ψεύτη.
Ποια δύναμη σε έστειλε σε άγνωστο νησί; Πόσο μπορεί να άλλαξες, το ξέρεις μόνο εσύ. Ποιος πόθος σε κρατάει στο δρόμο σου οδηγό; Μορφές βλέπω στον ύπνο μου κάποιες φορές κι εγώ.
Μορφές χορεύουνε σκυφτές σε μυστικό χορό, να δεις τα πρόσωπά τους χρειάστηκες καιρό. Κι αν τ΄όνομά τους ξέχασες και γίναν όλες ένα, πόσο πολύ τις πόνεσες δεν είπες σε κανένα.
Ο γυρισμός είναι γλυκός, όταν κοιτάζω πίσω, όλα αυτά που έζησα, ψυχή, κορμί ν’αγγίζω. Να μου θυμίζουν πως αυτή η φλόγα που είχε ανάψει, ήμουν εγώ, που αφέθηκα στου φεγγαριού τη λάμψη.
Γυμνή, τρωτή, ανάερη, με πόθο να ρουφήξω όλης της γης τις μυρωδιές, στο τέλος να βουτήξω, σε θάλασσα από όνειρο, σε άμμο από μετάξι. Έκανα όσα πόθησα κι όσα η Ζωή είχε τάξει.
Ήμουν εγώ, ήμουν εσύ, ήμουν στο όμορφο νησί. Ωραία, λυτρωμένη.Χωρίς κανείς να περιμένει. Ήμουν εγώ, ήμουν εσύ, φωτιά, νερό ήμουν μαζί. Να πιεις να ξεδιψάσεις, μα αν καείς, να χάσεις.
Σε μια στιγμή καλόβολη, καθόλου σχεδιασμένη, αφέθηκα στον άνεμο, στον ήλιο, στο μελτέμι. Έγειρα όπου νύσταξα, κοιμήθηκα στον ώμο, όποιου με κοίταξε βαθιά, χωρίς στα μάτια τρόμο.
Και παραδόθηκα κι εγώ σ’αυτόν τον άγιο τόπο, που έμπλεξε τόσες ζωές που κίνησαν με κόπο, να βρουν αυτό που θα’λυνε τα μάγια στη ζωή τους, και τέλος τους επρόσφερε ότι 'θελε η ψυχή τους.
Γι αυτό και λέω ευχαριστώ, αρμύρα, φως και βλέμμα, ακατανόητα γλυκό, χωρίς καθόλου ψέμα. Αν μου ‘ταζαν δύο ζωές στη μοίρα μου να ζήσω, αυτή δε θα’χανα ποτέ, τα μάτια μου ας κλείσω.
Κλάψε για όσα έχασες και πες μια καληνύχτα, σ’αυτά που τόσο πόθησες και τέλειωσαν μια νύχτα. Γιατί δε γίνεται ποτέ όσο κοιτάζεις πίσω, ν’ανοίξεις δρόμους φωτεινούς κοντά σου για να ζήσω.
Ό,τι πονάει λυτρώνεται μόνο σαν αναστήσεις αυτά που πίστεψες βαθιά και πάλι τ’αγαπήσεις. Τίποτα πια δε χάνεται, και μια αλήθεια μένει: Πάντοτε είναι επώδυνο το τέλος να σημαίνει.
Μα εσύ που ονειρεύτηκες μια Πόλη ευλογημένη, ξέρεις πως ότι άξιζε ποτέ του δεν πεθαίνει. Κοιμάται μέσα μας βαθιά σε κύτταρα γραμμένα, σε όσα μας σημάδεψαν με πόνο και με αίμα.
Χρόνια που έφυγαν, λόγια που ειπώθηκαν, μάτια που έκλαψαν, τείχη που υψώθηκαν, όρκοι που δόθηκαν, πόθοι που ψεύτισαν, κορμιά που ακούμπησαν, ψυχές που ενώθηκαν,
Δυο βράχοι μόνοι στο γυαλό, εκεί που σκάει το κύμα, με πόθο αγκαλιαστήκανε και φτιάξαν ένα ποιήμα.
Ο Ουρανός κι η Θάλασσα παίζουνε με τ’ανέμι, σφιχτοδεμένοι με γητειές, για πάντα ερωτευμένοι. Γεννήσαν σύννεφα λευκά, ταξίδεψαν σε τόπους, όπου δεν έφτανε σκαρί να πάει τους ανθρώπους.
Ο ήλιος χαμηλώνοντας τα είδε όλα κι είπε: «Το φως μου πάρτε για δαυλό το πάθος σας να ζείτε». Η Αφροδίτη γέλασε κρυφά, αγάπησε κι εκείνη, το χέρι άπλωσε αργά κι έφτασε τη Σελήνη.
Τα φύκια μόνα, ζήλεψαν, λίγη δροσιά ζητήσαν. Το κύμα πήραν μέσα τους, τη δίψα λησμονήσαν. Δυο γλάροι που ταξίδευαν, στα ξάρτια μπερδευτήκαν, μα τη σκλαβιά δεν άντεξαν κι έτσι αγαπηθήκαν.
Τρελλά χορεύαν μυρωδιές, ρίγανη και θυμάρι. Τις ευωδιές τους μπλέξανε και γίνανε ζευγάρι.
Κάποιος μας είδε από ψηλά και έστρεψε το βλέμμα. Tους φόβους μας ευλόγησε και γίναν οι δύο ένα. Γι αυτό βρεθήκαμε μαζί, την ομορφιά να δούμε, βράχοι ενωμένοι στο γυαλό, το ποιήμα μας να ζούμε.
Ξημέρωσε η μέρα, δεν ήσουν πουθενά. Το θαύμα της αγάπης σαρώθηκε ξανά. Πού πάει τόση αγάπη; Ποια είναι η γητειά; Σαν χάνονται τα φώτα, πώς μένει μόνο η σκιά;
Σαν το κοχύλι χάνεται στην άμμο, σαν τ’ άστρο που σβήνει το πρωί, σαν κύμα που έσκασε εδώ πάνω, στο βράχο που καθόμασταν μαζί.
Τα μάτια μας κοιτούν το σκαλοπάτι, κι όμως ο τοίχος ορθώνεται μπροστά. Μοιάζει η αγάπη να είναι οφθαλμαπάτη, που δείχνει στον καθένα ό,τι χρωστά.
Σε όποιον στο τέλος μένει πάλι μόνος, η αγάπη φέρνει μια σοφία μυστική. Και αν η άλλη της όψη είν’ ο πόνος, όπου κι αν πάει, θα ψάξει να τη βρει.
Τρεις συνωμότες της Ζωής, του έρωτα και της φυγής, βρεθήκανε μια μέρα. Αλλάξαν βλέμματα γλυκά, είδαν τη γη πιο χαμηλά, πετάξαν στον αέρα.
Ποιος θα μπορούσε να τους δει, έγιναν διάφανοι πολύ, και φτάσανε στ’ αστέρια. Συνωμοτούσανε κρυφά, στο σύμπαν λέγαν μυστικά, και δίνανε τα χέρια.
Ο κύκλος έμοιαζε κλειστός, ήταν λουσμένοι μες στο φως, μα σκόρπαγαν τα δώρα. Μες σε χορούς και σε φωτιές, μ’έρωτα, γέλια κι αγκαλιές, δε μέτραγαν την ώρα.
Ζούσαν μονάχα τη στιγμή, κι ό,τι ζητούσε το κορμί το κάνανε δικό τους. Και ό,τι είχαν φανταστεί, πως δίνει ανάσα στην ψυχή, γινόταν ιερό τους.
Η αγάπη που μόνη συντηρεί, τέτοια παραίσθηση τρελλή και την καρδιά γλυκαίνει, δεν άφησε να τους συμβεί, ό,τι ο φόβος καταργεί και τη χαρά μικραίνει.
Κι οι Συνωμότες της Ζωής, τώρα ενωμένοι και οι τρεις με της ψυχής στεφάνι, ξέρουν χωρίς πια να το πουν, πως το κλειδί που αναζητούν, είναι πάντα, κάτω απ’ το γεράνι.
Φαντάσματα μιας διαδρομής, μιας εφηβείας μακρινής, πάλι ξυπνάνε. Σκιές ερώτων κι ηδονής, όνειρα ζωής κρυφής, τώρα γυρνάνε. Χορτάτοι πόθους αδαείς, επώδυνους και ατυχείς - - χρόνια κυλάνε.
Σε κρύπτες αρχαίες και στοές, επιθυμίες τρυφερές, βαθιά φυλάμε. Είναι νωρίς; Είναι αργά; Είναι το τώρα; Είναι παλιά; Δειλά ρωτάμε.. Φτάνουμε πάντα σε στροφές, χτυπάμε τοίχους με γροθιές. Και ας πονάμε.
Μη με ρωτάς αν θα προφτάσω, αν ξαναρχίσω, πού θα φτάσω. Κι εγώ φοβάμαι. Όσα μας πόνεσαν βαθιά, μας έσκισαν τα σωθικά, παραφυλάνε. Πόσα ακόμα να ανεχτείς; Ποια είναι τα όρια της ψυχής; -«Τι θες; – κοιμάμαι».
Μάτια γεμάτα ενοχές, μέλλον αβέβαιο κι ασαφές, κρυφοκοιτάνε. Μπροστά σε μια προοπτική διχαστικά προκλητική, παραπατάμε. Άραγε θα’μαστε επαρκείς, άξιοι της μοίρας συγγραφείς; Πες μου, πού πάμε;
Κυνήγα το όνειρό σου, μου είπες ένα βράδυ. Όλοι τριγύρω απόμειναν να ψάχνουν ένα χάδι. Κι εγώ μονάχη ήμουνα στη μπάρα κρεμασμένη, μ’ενα ποτό ατελείωτο, μοιραία μπερδεμένη.
Τι είναι αυτό που κυνηγώ, που να’ναι αυτό που θέλω; Μόλις αρχίζω να το ζω, καλύπτομαι με βέλο. Σαν τίποτα να μη μετρά, τίποτα δε μ’αγγίζει, μόνο ένας φόβος σκοτεινός στ’αυτιά μου να βουίζει.
Όλα γίνονται σαν χθες κι η μέρα ξαναρχίζει βλέπω το τέλος να’ρχεται, τη θάλασσα ν’αφρίζει. Το όνειρο είναι μπροστά κι εγώ κοιτάζω πίσω, με βήμα αργό, μετέωρο στ’αστέρια να πατήσω.
Όμως στου νου μου τις γωνιές πάντα κρυφά κοιτάει ένα παιδί περίεργο που κλαίει και γελάει. Που ψάχνει, παίζει και πονά με τα καμώματά του, πριν βγει στο φως για να μου πει τα κατορθώματά του.
Κυνήγα τ’όνειρο, στο χθες την πλάτη γύρνα πίσω. Τα λάθη μου τα πλήρωσα, τώρα θέλω να ζήσω. Με βότσαλα και προσευχές, σε θάλασσες ριγμένα κι όσα πολύ αγάπησα, στη γη παραδομένα.
Ψυχές μου καινούργιες.Μάτια υπέροχα με βλέμμα καθάριο. Κορμάκια μικρά που στη Ζωή μπουσουλάτε, τη ζωή μου γεμίζετε με τις τεράστιες απορίες σας. Την καρδιά μου δροσίζετε με το νερό της καρδιάς σας. Φως μου φέρνετε με το δαυλό της αγάπης σας.
Ψυχές μου ανάερες, λατρεμένα μου λόγια. Λέξεις που βγαίνουν από στόμα γλυκό και μυαλό αμόλυντο από φόβους και πάθη, εσείς κρατάτε την ψυχή μου νέα. Εσείς ξέρετε με τρόπο απλό και αλάνθαστο την Αλήθεια.
Χέρια μικρά που κρατάτε στη χούφτα σας τον Κόσμο, που το γέλιο σας πηγάζει από το βάθος της απέραντης θάλασσας, παφλάζετε γάργαρα στης φωνής μου τον ήχο και κάνετε την προσευχή μου τραγούδι. Λιώνετε ανέμελα τους τεράστιους φόβους μου κάτω από τις μικρές σας πατούσες.
Αγκαλιές μου ζεστές και τεράστιες, ανοίγετε φτερά και με βάζετε μέσα τους. Τα κλείνετε τρυφερά κι αφήνετε απέξω ό,τι την Αγάπη μικραίνει. Παιδιά μου, χαρές μου, ελπίδες μου και όνειρά μου, γίνομαι μικρό παιδί μπροστά στο μεγαλείο σας.
Θησαυροί μου, μου φέρνετε τα πολύτιμα πετράδια της καρδιάς σας να τα φυλάξω σε τόπο ασφαλή, που ανοίγει μόνο με το κλειδί της ψυχής μου. Που φυλάει τα μικρά μυστικά σας σαν τη μήτρα που σας έθρεψε μέσα της.
Διώχνω τους φόβους μου και σας στέλνω ευχές φωτεινές: Να πετάξετε, να αδράξετε, να ζήσετε με την ψυχή σας, ν’αγαπήσετε με κάθε σας κύτταρο. Να ρουφήξετε τους χυμούς της Ζωής και να της επιστρέψετε τη φιάλη γεμάτη από την παιδική σας σοφία.
Έχεις ματιά μικρού παιδιού και όψη σαραντάρη, ήρθες να βρεις τη φρόνηση που κάποιος σου’χε πάρει. Έψαξες όρη και βουνά, μα τίποτα δε βρήκες και τότε ανακάλυψες ότι ποτέ δεν είχες.
Καθόλου δε σε πείραξε, γιατί και να σε νοιάξει; Εσύ έτσι γεννήθηκες, κανείς δε θα σ’αλλάξει. Ρούφηξες όλους τους χυμούς, έγλυψες και το μέλι, το βάζο πήρες κι έφυγες, σε κυνηγάει αγέλη.
Παιδιά, σκυλιά ξοπίσω σου, γυναίκες θυμωμένες. Τι νά ΄κανες ο δύστυχος; Ήτανε τρελλαμένες. Γι αυτό και τις παράτησες κι αλλού πας για να ψάξεις. Σε μέθες και σε χίμαιρες και σε καπνούς ν’αράξεις.
Όσοι σε συναντήσανε, σου ζήτησαν μια χάρη κι εσύ τους άφησες ψυχή, καθένας να σου πάρει. Τώρα που βλέπεις πως γερνάς, ζητάς το χρόνο πίσω. Μακάρι να γινότανε εγώ να στον χαρίσω.
Μα βλέπεις, όπως έστρωσες, έτσι και θα ξαπλώσεις. Όσα δεν πόνεσες βαθιά, γι αυτά και θα πληρώσεις. Όμως μη στέκεσαι λεπτό, στιγμή μην κάνεις πίσω. Στο δρόμο που ξεκίνησες, μόνο δε θα σ’αφήσω.
Τώρα που έμεινα μόνη, και δε φοβάμαι πια πως θα σε χάσω, ήρθε η στιγμή να ξεπεράσω, να νιώσω, να αγγίξω και να ψάξω ό,τι τις νύχτες τα όνειρα στοιχειώνει.
Ίσως τώρα που έμεινα μόνη, κι η μοναξιά μου δεν είναι πια διπλή, αντέχω να βλέπω τη μορφή - καθρέφτισμα στην άδεια μου ψυχή - της απουσίας σου στο άσπρο μου σεντόνι.
Μόνο τώρα που έμεινα μόνη, νιώθω στ’αλήθεια πλέον δυνατή. Και το ερώτημα δεν είναι πια “γιατί”. Οι απαντήσεις είναι σ’άγραφο χαρτί που ο έρωτας τα χνάρια του τυπώνει.
Την αγάπη αν θ’αντέξουμε να δούμε, στη θάλασσα του φόβου αν καούμε αν σπάσουμε της πίστης το κατάρτι θα μείνει ένα ναυάγιο σ’άδειο χάρτη.
Ξέφτια στα ρέλια τα πανιά μας χτυπάνε του έρωτα είδωλα στον αέρα σκορπάνε μιας άλλης ζωής οι φωνές μπερδευτήκανε τρομάξαν κι οι φόβοι μας - στο τέλος κρυφτήκανε.
Κάτι καινούργιο γοργά προσπεράσαμε - δεν ήταν η σκιά μας γι αυτό δε γελάσαμε - ήτανε μαύρο σαν αίμα που γέρασε ήταν πιο άδειο με βλέμμα που καίγεσαι.
Κρατήσου μου είπες απ’ όπου κι αν βρεις, κρατήσου σου είπα σφιχτά να σωθείς, ήμουν καμμένη μα το χέρι σου άπλωσα ήμουν χαμένη μα στο στρώμα σου ξάπλωσα.
Γλυστρούν τα μαδέρια της γερής κουπαστής, μας γδέρνουν τα χέρια της νέας ζωής. Η αγάπη μονάχη δε μπορεί να μας σώσει μας πνίγουν οι φόβοι κι αρχίζει η πτώση.
Πίνουμε τη ζωή απ’ το ίδιο καλαμάκι. Ρουφάμε τους χυμούς των επιθυμιών μας με τη δίψα ναυαγών που ξέβρασε η θάλασσα. Κοιταζόμαστε στα μάτια, και αντικρύζουμε τον πιο όμορφο εαυτό μας.
Είμαστε δυο σιαμαία που γεννήθηκαν από ξένους φαλλούς και μεγάλωσαν σε χωριστές μήτρες, μονάχα για να μη θεωρηθεί η ένωσή μας αιμομιξία. Είμαστε τα ‘εγώ’ που ξεχώρισαν το Ανδρόγυνο σε δυο κομμάτια, για να ψάχνουν αιώνια την ηδονή της ανακάλυψης.
Βάλε με στο γλυκό σου λήθαργο της ασύλληπτης ώρας που φέρνει στο νου μόνο ό,τι γλυκά σε λυτρώνει. Σπείρε με στους αγρούς των εύφορων ονείρων σου και θέρισέ με τις νύχτες του χειμώνα που θα κρυώνεις.
Κράτα με πάνω σου, γύρω σου, μέσα σου. Με χέρια απαλά χάιδευε τους φόβους μου. Στη χώρα του “Ποτέ και του Πάντα” θα μοιραστούμε τα στοιχειά μας και θα κλείσουμε πονηρά το μάτι στο σύμπαν.
Ελευθερία Αρβανιτάκη - "Ο τσαλαπετεινός του Wyoming" (κι όλα αρχίζουν αλλιώς)