Όταν τέλειωσε ο
πόλεμος και γύρισε στη Θεσσαλονίκη, γνώρισε πολλές μαμάδες. Φρόντισε γι’ αυτό η
Επιτροπή Πρόνοιας για τον επαναπατρισμό
των αιχμαλώτων. Όλες όμως ήταν μαμάδες για
λίγο - καμιά δεν τον άντεχε για πολύ. «Αυτό το παιδί είναι τρελό», «διχασμένη
προσωπικότητα», «αναξιόπιστος και ψεύτης». Κρυφάκουγε πίσω από τις πόρτες του
ορφανοτροφείου που τον επέστρεφαν οι ανάδοχοι γονείς. Εκείνος, τσιμουδιά όταν
τον ρωτούσαν οι καλόγριες τα καθέκαστα. Κι έπειτα, ξύλο με τη βίτσα, όρθιος τιμωρία
στο πλυσταριό, νηστικός ως την άλλη μέρα. Αλλά ποτέ δε μαρτύρησε.
Στα 18 το ‘σκασε.
Οι εφημερίδες βοούσαν για μέρες για το βιασμό μιας 30χρονης και το στραγγαλισμό
μιας μεσόκοπης – και οι δύο είχαν βρεθεί
στο ίδιο πάρκο, νεκρές, μέσα σε λίγες μέρες. Την τρίτη φορά τον έπιασαν. Οι
συγγενείς των θυμάτων - όλες αγαπημένες γυναίκες κάποιων – τον έφτυναν καθώς περνούσε σκυφτός
από μπροστά τους στο δικαστήριο. Δεν είπε ποτέ λέξη. Οι δικαστές αποφάνθηκαν ότι πρόκειται απλά για έναν παρανοϊκό
μισάνθρωπο και τον έστειλαν στο τρελάδικο. Οι γιατροί είπαν ότι δεν παίρνει
θεραπεία και τον έκλεισαν σε ένα κελί, μόνο του. Κανείς δεν ήθελε επαφή μαζί
του. Για μήνες και χρόνια, δε μίλησε σε κανέναν.
Πριν από τρεις
μήνες, τον άφησαν ελεύθερο. Έναν αδύνατο και ανήμπορο γέρο. Τον είδαν χθες στην
Πανεπιστημίου την ώρα που ξύπνησε γυμνός, σε ένα παγκάκι. Με μια μορφή σαν μικρού
παιδιού. Αδύνατο, χλωμό, τρομαγμένο. Ούρλιαζε: «Μαμά, μη μ’ αφήνεις».
Τάμμυ Τσέκου
Οκτώβριος 2012