Ήταν μονάχα έξι χρόνων
και στόχος έγινε των πόνων
στο μεροκάματο οι δικοί του
εκείνος σπίτι κι η αδελφή του.
Ψωμί ξερό για καλημέρες
το γκάζι μύριζε από μέρες,
η Μάρω ακόμα τραγουδούσε -
σε λίγο η μάνα θα γυρνούσε
Κάτι την έκανε να τρέχει,
όνειρο λέει είδε πως βρέχει
σε μαύρη γη ερημωμένη
και πως εκείνη ήταν κλαμμένη
Της έκλεισε ο παππάς το δρόμο,
σταυρό της έκανε στον ώμο
'μην πας' - της είπε - 'δε θ’αντέξεις
σαν από θαύμα ζει κι ο Αλέξης'
Ο γιος της έτρεξε με ορμή
σαν φλόγες φτάσαν στο κορμί
να σώσει τη μικρή ζωή του -
πώς να σκεφτεί την αδελφή του;
Πέρασαν χρόνια εικοσιδύο
ο Αλέξης ζει και για τους δύο
ψηλά σε ρόδες σηκωμένες
και σύριγγες κάτω σπασμένες
Σπίτι ο πατέρας ξενυχτάει
συχνά με το κρασί ξεχνάει
«Δεν έχω γιο, μόνο μια κόρη»
και ο Αλέξης πίσω απ' το στόρι.
Τάμμυ
21 Μαρτίου 2009
Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)